-
1 πρόχειρος
A at hand, Hp.Art.11; π. ψάλια (v.l. ψέλια) δέρκεσθαι πάρα ready, A.Pr.54; π. ἄχθος a handy burden, S.El. 1116; of a drawn sword or knife, Id.Ph. 747, E.Hel. 1564, El. 696, X.Cyr.4.2.32;ἔβαλλον λίθοις καὶ.. ἀκοντίοις, ὡς ἕκαστός τι π. εἶχεν Th.4.34
; ἁρπάζει μου ἀεὶ τὸ π. τῶν σκευῶν whatever furniture he can lay his hands on, PEnteux. 25.8 (iii B.C.); [τὴν ἐπιστήμην] π. οὐκ εἶχε τῇ διανοίᾳ Pl.Tht. 198d
;οὓς π. εἶχον μύθους Id.Phd. 61b
; τὰ κατὰ πάντων τῶν φιλοσοφούντων π. Id.Ap. 23d;εἰ οὖν σοι πρόχειρον, εἰπέ Id.Min. 313b
;ἔστι τις π. λόγος D.20.112
;ὃ ἔχω προχειρότατον εἰπεῖν Id.24.1
;τὸ προχειρότατον ποιεῖν Isoc.11.9
; τὰ π. τῶν ἀπόρων obvious difficulties, Arist. Metaph. 982b13, cf. 1054b12;τὰ προχειρότατα Id.Pr. 924a12
, cf. Demetr.Lac.Herc.1012.35; ταῦτα γὰρ ὦν ἐστι προχειρότερον (sc. εὔξασθαι) Xenoph.1.16.b readily accessible, external parts of the body, Sor.1.17,69: [comp] Comp., Id.2.64,85.b πρὸς τῷ ἰδίῳ λόγῳ καὶ τοῖς π., official title in Egypt, Sammelb. 7455 (i B.C.), BGU1756.8 (i B.C.), al.3 πρόχειρόν [ἐστι] it is easy, c. inf., Pl. Sph. 251b, Philem.24;ψεύδεσθαι προχειρότατον τοῖς ἁμαρτάνουσιν Lys. Fr.86
; ἐν προχείρῳ [ἐστί], c. inf., Arist.Mete. 356b19; ἐκ προχείρου easily, lightly, S.E.M.6.19, Gal.1.241.II of persons, ready to do, c. inf., S.El. 1494; τῇ φυγῇ π. ready for flight, E.HF 161; alsoἡ σπάνις π. εἰς τὸ δρᾶν κακά Philem.157
;π. γλῶττα Poll.6.120
.2 of a ready wit, ἐν ταῖς ὁμιλίαις εὔχαρις καὶ π. Plb.23.5.7; glib, Phld. Po.5.14; τὸ προπετὲς καὶ π. Hp.Medic.1.3 hasty, σφοδρὸς καὶ π. Plu.Brut.34;πνεῦμα οἷον τοῖσι πνιγομένοισι πρόχειρον Hp.Prorrh. 1.25
(unless perceptible, obvious breathing, cf.πρὸς χεῖρα Epid.7.17
).III Adv. - ρως offhand, readily,ἀποκρίνασθαι Pl.Smp. 204d
;περί τι π. ἔχειν Arist.Top. 163b25
;π. εἰς τὰ ἑαυτῶν σώματα ἐξαμαρτάνοντες Aeschin.1.22
; ἐπὶ τὰ πράγματα ὁρμᾶν π. Amphis 33.7; hurriedly, rashly, Theopomp.Hist.217 (a), Plb.5.7.2; bluntly, ; ordinarily or obviously,δηλούσης Phld.Rh. 2.268
S. [comp] Comp.- οτέρως Pl.Alc.2.144d
;- ότερον τοῦ δέοντος Plb.1.21.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόχειρος
-
2 μεταφέρω
A : [tense] aor.μετήνεγκα D.18.108
, part. - ενεγκών ib. 225: [tense] pf.μετενήνοχα Pl.Criti. 113a
, and [voice] Pass. - ενήνεγμαι Id.Prt. 339a:—carry across, transfer, ; ; ἀπὸ τούτου ἐφ' ἕτερον δικαστήριον Lex ap.eund. 21.94;τὴν ἀδικίαν εἰς τὸν αὑτοῦ νόμον Id.24.76
;ἐπὶ μὴ προσήκοντα πράγματα τοὺς λόγους Id.20.113
; divert funds to other uses, SIG577.65 (Milet., iii/ii B. C.); μ. κέντρα πώλοις apply the goad to the horses in turn, E.Ph. 178 (lyr.);μ. ἐπ' ἀνθρώπους τὰς μηχανάς X.Cyr.1.6.39
; shift,μ. τὰ σκεύη Thphr.Char.10.6
; μ. τι ἐπὶ τἀληθές translate it into reality, Pl.Ti. 26c; μ. [τὰ ὀνόματα] εἰς τὴν αὑτῶν φωνήν translate them into their own language, Id.Criti. 113a;τὸ τῶν λῃτουργιῶν ὄνομ' ἐπὶ τὸ τῶν ἱερῶν μ. D.20.126
; of officials, transfer to another post, BGU15.11 ([voice] Pass., ii A. D.); transfer a sum in an account, PRev.Laws 16.10, al. (iii B. C.):—[voice] Med., bring over with one, ἐξ Αἰγίνης Ἀθήναζε μετενεγκαμένη τὴν πορνείαν Theopomp. Hist. 244; :—[voice] Pass., to be transferred,εἰς ποίησιν Pl.Prt. 339a
;μ. ἐνθένδε ἐκεῖσε Jul.Or.3.122b
.2 change, alter,εἰ καὶ πάλιν γνώμην μετοίσεις S. Ph. 962
;μ. τοὺς χρόνους D.18.225
; τὴν ἀξίωσιν μ. change, confound, Aeschin.3.220; of Poets,μ. ταὔτ' ἄνω τε καὶ κάτω Xenarch.7.2
:— [voice] Pass.,μετενήνεκται ὑμῖν τὰ τῆς πόλεως δίκαια Aeschin.3.193
; κύνες πυκνὰ μεταφερόμεναι doubling and casting about, X.Cyn.4.5.3 Rhet., transfer a word to a new sense, use it in a changed sense: and abs., employ metaphor, Arist.EN 1167a10:—[voice] Pass.,εὖ μετενήνεκται Id.Rh. 1405b6
, cf.μεταφορά 11
;ἀφ' ἑτέρων πραγμάτων μ. τὰς ὀνομασίας Phld.Rh.1.167
S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταφέρω
-
3 ἐρῆμος
ἐρῆμος, ον, fem.Aἐρήμη Od.3.270
, S.OC 1719(lyr.), Ant. 739, Tr. 530 (lyr.), and in the phrase δίκη ἐρήμη (v. infr. III): [dialect] Att. [full] ἔρημος, ον, acc. to Hdn.Gr.2.938 : [comp] Comp.- ότερος Th.3.11
, Lys.29.1, etc.: [comp] Sup.- ότατος Hdt.9.118
:—desolate, lonely, solitary,1 of places,ἐς νῆσον ἐρήμην Od.3.270
;χῶρος Il.10.520
; τὰ ἐ. τῆς Λιβύης the desert parts.., Hdt.2.32, cf. Th.2.17 ; ἡ ἐρῆμος (sc. χώρα) Hdt.4.18 ;ἡ ἐρήμη Ael.NA 7.48
: pl., ib.3.26 ; empty,πνύξ Ar.Ach.20
.2 of personsor animals, τὰ δ' ἐρῆμα φοβεῖται (i.e. the sheep), Il.5.140 ;ξέρξην ἔ. μολεῖν A. Pers. 734
(troch.) ;ἧσθαι δόμοις ἔ. Id.Ag. 862
;πόρτις ἐρήμα S.Tr. 530
(lyr.) ;ἔ. κἄφιλος Id.Ph. 228
;τὸν θεὸν ἔ. ἀπολιπόντε Ar.Pl. 447
; freq. of poor, friendless persons, And.4.15, etc.; ἐρημότεροι, opp. δυνατώτεροι, Th.3.11; ;εἰς ὀρφανὰ καὶ ἔ. ὑβρίζειν Pl.Lg. 927c
; solitary, not gregarious,Plu.
Caes.63 : neut. as Adv., ἔρημα κλαίω I weep in solitude, E.Supp. 775; ἔρημον ἐμβλέπειν to look vacantly, Ar.Fr. 456.II c. gen., reft of, void or destitute of,[χώρη] ἐ. πάντων Hdt.2.32
;ἀνθρώπων Id.4.17
, cf. 18 ;ἀνδρῶν Id.6.23
, S.OT57 ;Ἀθηναίων Hdt.8.65
;στέγαι φίλων ἔ. S.El. 1405
;Πειραιᾶ ἔ. ὄντα νεῶν Th.8.96
; τῇ ἦν ἐρημότατον τῶν πολεμίων (sc. τὸ τεῖχος) Hdt.9.118 ;[τὰ γεγραμμένα] ἀπόντος τοῦ γράψαντος ἔρημα τοῦ βοηθήσοντός ἐστιν Isoc.Ep.1.3
;θεῶν ἔρημα εἶναι πάντα Pl.Lg. 908c
.2 of persons, bereft of,συμμάχων Hdt.7.160
; (lyr.);πατρὸς ἢ μητρός Pl.Lg. 927d
;πρὸς φίλων S.Ant. 919
; so ἔ. οἶκος a house without heirs, Is.7.31.3 with no bad sense, wanting, without,ἐσθὴς ἐρῆμος ὅπλων Hdt.9.63
; free from,ἀνδρῶν κακῶν ἔρημος πόλις Pl.Lg. 862e
.III ἐρήμη, rarely ἔρημος (with or more commonly without γραφή, δίκη, δίαιτα), ἡ, an undefended action, in which one party does not appear, and judgement goes against him by default, ἤλπιζε.. τὴν γραφὴν..ἐρήμην ἔσεσθαι would be undefended, Antipho 2.1.7 ; ; δίκην εἷλον ἐρήμην I got judgement by default, D.21.81 ;ἐρήμην αὐτὸν λαβόντες..εἷλον Lys.20.18
; τὴν ἔρημον δεδωκότα having given it by default in one's favour, D.21.85 ; ἔρημον ὦφλε δίκην he let it go by default, ib.87, cf. Antipho 5.13 ; ;ἐρήμην καταδιαιτῆσαί τινος Id.40.17
; γενομένης ἐρήμου κατὰ Μειδίου Test. ap. eund.21.93 ; ἐρήμην κατηγορεῖν to accuse in a case where there was no defence, Pl.Ap. 18c, cf. D.21.87 ; ἐρήμην or ἐξ ἐρήμης κρατεῖν, Luc.Anach.40, JTr.25 ;ἁλῶναι Id.Tox.11
, etc.3 for ἐρήμας τρυγᾶν v. sub τρυγάω. -
4 ἄπορος
ἄπορος, ον, first in Hdt. and Pi. (v.infr.),A without passage, having no way in, out, or through: hence,I of places, impassable, πέλαγος, π ηλός, Pl.Ti. 25d, Criti. 108e; ὁδός, ὀ?ἄποροςXρη, X.An.2.4.4, 2.5.18.II of states or circumstances, impracticable, difficult, Hdt. 5.3, etc.; ἄ. ἀλγηδών, πάθη, S.OC 513 (lyr.), Ph. 854; τἄπορον ἔτος ib. 897;ἄ. χρῆμα E.Or.70
; ἀγών, κίνδυνος, Lys.7.2 and 39 ([comp] Sup.); ; σωτηρία λεπτὴ καὶ ἄ. ib. 699b, cf. R. 453d; ;βίος Men.Kith.Fr.1.10
;νύξ Longin.9.10
:—ἄπορον, τό, and ἄπορα, τά, as Subst., ἐκ τῶν ἀπόρων in the midst of their difficulties, Hdt.8.53, cf. Pl.Lg. 699b;εὔπορος ἐν τοῖς ἀ. Alex. 234.6
;ἄπορα πόριμος A.Pr. 904
; ἐν ἀπόροις εἶναι to be in great straits, X.An. 7.6.11; εἰς ἄπορον ἥκειν, πεσεῖν, E.Hel. 813, Ar.Nu. 703; ἐν ἀπόρῳ εἴχοντο, ἦσαν, they were at a loss how to.., Th.1.25, 3.22; : ἄπορόν [ ἐστι] c. inf., Pi.O.10(11).40, Th.2.77, Aeschin.Socr.53, etc.; ἄπορά [ ἐστι] Pi.O.1.52: [comp] Comp.-ώτερος, ἡ λῆψις Th.5.110
.2 hard to discover or solve,ἀνεξερεύνητον καὶ ἄπορον Heraclit.18
; ἄ. ἐρωτήσεις, = ἀπορίαι IV, Plu.Alex.64, Luc.DMort.10.8; ;λόγοι D.L. 7.44
.3 hard to get, scarce,ἐν δυστυχίῃ [φίλον εὑρεῖν] πάντων -ώτατον Democr.106
; ; ἄπορα [ ὀφλήματα] bad debts, D.50.9.III of persons, hard to deal with, unmanageable, E.Ba. 800, Pl.Ap. 18d ([comp] Sup.), cf. Th.4.32 ([comp] Sup.): c. inf., ἄ. προσμίσγειν, προσφέρεσθαι, impossible to have any dealings with, Hdt.4.46, 9.49;βορῆς ἄνεμος ἄ.
against which nothing will avail, which there is no opposing,Id.
6.44;ἄ. τὸ κακὸν καὶ ἀνίκητον Id.3.52
.2 without means or resources, helpless,ἔρημος, ἄ. S.OC 1735
(lyr.), cf. Ar.Nu. 629, etc.;ἄ. ἐπὶ φρόνιμα S.OT 691
(lyr.); (lyr.);ἄ. γνώμῃ Th.2.59
. -
5 ἐπιμερισμός
ἐπιμερ-ισμός, ὁ,A distribution, Hsch.s.v. ἐπινέμησις; esp. in Gramm.,προσώπων A.D. Synt.96.1
; ἐθνικῶν ib.192.10: abs., division of a sentence into words ([etym.] μέρη λόγου), parsing, ib.340.17.b. Astrol., assignment, Vett. Val. 97.9, Critodem.in Cat.Cod.Astr.8(3).102.4.2. ἐ. τῶν ἀπόρων allocation of irrecoverable contributions to wealthier taxpayers, PFay.53.5 (ii A.D.), cf. PAmh.2.96.8 (pl., iii A.D.), etc.3. as title of gramm. works: ἐπιμερισμοὶ τῆς Α Ἰλιάδος parsings of words in Il.1, An.Par. 3.294; ἐ. Ὁμήρου κατὰ ἀλφάβητον parsings arranged alphabetically, An.Ox.1.1; but ἐ. κατὰ ἀλφ. τοῦ Ἡρωδιανοῦ alphabetical arrangements of (not `by') Herodian, title of a spelling-list, Hdn.Epim.1, 157; later still ἐ. τῶν ἐννέα μέτρων analysis, digest, Trichas in Heph. p.365C.; the nature of the lost Ἐπιμερισμοί of Hdn. (EM779.27, Sch. Il.4.66) is conjectural.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιμερισμός
-
6 Ὅμηρος
Ὅμηρος (-ος, -ου, -ον.) the poet.1τῶν δ' Ὁμήρου καὶ τόδε συνθέμενος ῥῆμα P. 4.277
ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.21
ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων (sc. Αἴαντα) I. 4.37 Ὁμήρου [ τρι]πτὸν κατ' ἀμαξιτὸν ἰόντες (supp. Lobel) Πα. 7B. 11. test., [Plut.], vit. Hom., p. 25. 4 Wil., Ὅμηρον τοίνυν Πίνδαρος μὲν ἔφη Χῖον τε καὶ Σμυρναῖον γενέσθαι fr. 264. Aelian., V. H., 9. 15, λέγεται δὲ (sc. ὑπὸ τῶν Ἀργείων) ὅτι ἄρα ἀπορῶν (sc. ὁ Ὅμηρος) ἐκδοῦναι τὴν θυγατέρα, ἔδωκεν αὐτῇ προῖκα ἔχειν τὰ ἔπη τὰ Κύπρια. καὶ ὁμολογεῖ τοῦτο ὁ Πίνδαρος fr. 265. v. fr. 347. -
7 ἀμυντήριος
ἀμυν-τήριος, ον,A defensive, ὅπλα (i. e. weapons in general) Pl.Lg. 944d, cf. D.S.3.54, D.H.5.46, Str.7.3.17, 17.1.54; : c. gen., φάρμακον ἀ. γήρως antidote for.., Ael.NA6.51;πόαι τῶν δηγμάτων ἀ. 12.32
.II Subst. [suff] ἀμυν-τήριον, τό, means of protection, Pl.Plt. 279c sq.; defence, bulwark, Plb.18.41a.2; weapon, Plu.2.714f; ἀ. τοῦ κακοῦ antidote for.., Ael.NA3.41; ἀ. ἐξ ἀπόρων way of escape from.., ib.3.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμυντήριος
См. также в других словарях:
αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… … Dictionary of Greek
οικονομική πολιτική — Το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες το κράτος ρυθμίζει τις πρωτοβουλίες των ατόμων και των ιδιωτικών επιχειρήσεων και τροποποιεί τις γενικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύσσονται αυτές, ώστε να πετύχει ορισμένους σκοπούς. Για να το κατορθώσει … Dictionary of Greek
Τζάννες, Νικήτας — (Κύθηρα 1801 – Πειραιάς 1864). Εθνικός ευεργέτης. Σε πολύ νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη (1815), όπου εργάστηκε για πολλά χρόνια και κατόρθωσε να εξελιχθεί σε έναν από τους σπουδαιότερους μεγαλέμπορους της εκεί ελληνικής κοινότητας. Το… … Dictionary of Greek
Αλεξάκης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξιος. Καταγόταν από την Καλαμάτα. Πριν από την Επανάσταση ήταν έμπορος στη Μόσχα. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και κατέβηκε στην Ελλάδα, αφού πούλησε όλα του τα υπάρχοντα. Τέθηκε επικεφαλής σώματος που συντηρούσε… … Dictionary of Greek
βουντού — (voodoo). Θρησκεία της Καραϊβικής, στην Κεντρική Αμερική, που προήλθε από τους μαύρους της Αϊτής και πήρε στοιχεία από τους απογόνους των δούλων που μεταφέρθηκαν από την Αφρική κατά τους αποικιακούς χρόνους. Β. στη γλώσσα του Μπενίν (δυτικές… … Dictionary of Greek
δήμιος — ο (AM δήμιος, ο [ως ουσ.] Α και δήμιος, ον και δάμιος, ον και δάμιος, ία, ιον) ως ουσ. ο δημόσιος εκτελεστής τής θανατικής ποινής μσν. νεοελλ. αυτός που ταλαιπωρεί κάποιον υπερβολικά, ο βασανιστής νεοελλ. 1. ο φονιάς 2. αυτός που αποφασίζει και… … Dictionary of Greek
πρόχειρος — η, ο / πρόχειρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά, δίπλα ή κοντά στα χέρια κάποιου, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να πιάσει και να χρησιμοποιήσει (α. «δώσε μου το ψαλίδι, αν το έχεις πρόχειρο» β. «ἔβαλλον λίθοις καί... ἀκοντίοις, ὡς … Dictionary of Greek
Αλεξιανοί — Μέλη θρησκευτικής αδελφότητας της Ολλανδίας και της Γερμανίας που δημιουργήθηκε τον 14ο αι. με σκοπό την προστασία των φτωχών και την ταφή των απόρων στη διάρκεια της μεγάλης επιδημίας πανώλης που μάστιζε τότε την Ευρώπη. Ονομάστηκαν Α. το 1462,… … Dictionary of Greek
ζαρίφης — Επώνυμο εθνικών ευεργετών και αγωνιστών. 1. Αθανάσιος. Αγωνιστής του 1821, από τη Λιβαδειά. Δραστήριος Φιλικός, όταν άρχισε η προπαρασκευή του Αγώνα, εργάστηκε με εξαιρετικό ζήλο και μεγάλη δραστηριότητα. Στη Βοιωτία μύησε πολλούς στο έργο της… … Dictionary of Greek
φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… … Dictionary of Greek
κατάχρεος — η, ο (Α κατάχρεος, ον και κατάχρεως, ων) αυτός που βαρύνεται από πολλά χρέη, αυτός που χρωστά πολλά, καταχρεωμένος, πηγμένος στα χρέη («πολλοὶ δὲ καὶ τῶν ἀπόρων καὶ καταχρέων ἄσμενοι τὴν μεταβολὴν προσεδέξαντο», Διόδ.) αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως… … Dictionary of Greek